- ναυλαγορά
- ητο σύστημα διαμόρφωσης τών συνθηκών για τις ναυλώσεις πλοίων και καθορισμού τών τιμών τών ναύλων2. ο τόπος όπου γίνεται προσφορά και ζήτηση ναύλων, όπου δηλαδή προσφέρονται και ζητούνται φορτία ή επιβάτες για μεταφορά με εμπορικά πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αγορά].
Dictionary of Greek. 2013.