ναυλαγορά

ναυλαγορά
η
το σύστημα διαμόρφωσης τών συνθηκών για τις ναυλώσεις πλοίων και καθορισμού τών τιμών τών ναύλων
2. ο τόπος όπου γίνεται προσφορά και ζήτηση ναύλων, όπου δηλαδή προσφέρονται και ζητούνται φορτία ή επιβάτες για μεταφορά με εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αγορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”